χοινικομέτρης

χοινικομέτρης
χοινῐκομέτρης, ου, ,
A one who measures with a χοῖνιξ, as a slave's daily allowance, Ath.6.272c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χοινικομέτρης — ὁ, Α δούλος που μετρούσε το καθημερινό σιτηρέσιο τών άλλων δούλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖνιξ, χοίνικος + μέτρης*] …   Dictionary of Greek

  • χοινικομέτρας — χοινικομέτρᾱς , χοινικομέτρης one who measures with a masc acc pl χοινικομέτρᾱς , χοινικομέτρης one who measures with a masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”